- συμπολίτευση
- [-ις (-εως)] η правительственный блок, правительственная коалиция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπολίτευση — η οι βουλευτές του κόμματος που κυβερνά: Όλες οι τροποποιήσεις νόμων που υπέβαλε η αντιπολίτευση καταψηφίστηκαν από τη συμπολίτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπολίτευση — η / συμπολίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι] νεοελλ. το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη μσν. μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους αρχ. η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να … Dictionary of Greek
συμπολιτεύσῃ — συμπολιτεύω live as fellow citizens aor subj mid 2nd sg συμπολιτεύω live as fellow citizens aor subj act 3rd sg συμπολιτεύω live as fellow citizens fut ind mid 2nd sg συμπολῑτεύσῃ , συμπολιτεύω live as fellow citizens aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 … Dictionary of Greek